κονιοποίηση


κονιοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
κονιοποίηση κονιοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κονιοποίηση

✦ η μεταβολή στερεών ουσιών σε σκόνη με τριβή, κοπάνισμα ή άλεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.