κονεύω
Προφορά
Ετυμολογία
κονεύω μεσαιωνική ελληνική κονεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κονεύω
✦ σταθμεύω για ξεκούραση ή ύπνο: κονέψανε τη νύχτα σ’ ένα χάνι – μπήκε στη Ρώμη και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–