κονδύλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κονδύλωμα αρχαία ελληνική κονδύλωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κονδύλωμα
✦ σκληρό εξόγκωμα στο δέρμα ανθρώπων και ζώων
✦ πληθ. κονδυλώματα, αφροδίσιο νόσημα που χαρακτηρίζεται από σαρκώδεις εκβλαστήσεις στα γεννητικά όργανα ή στα σημεία γύρω απ’ αυτά
✦ (βοταν.) ρόζος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–