κονδυλοφόρος


κονδυλοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
κονδυλοφόρος κόνδυλος + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κονδυλοφόρος -α, -ο

✦ που φέρει κονδύλους
✦ το αρσ. ο κονδυλοφόρος ως ουσ., καλάμι για γραφή και ιδ. το στέλεχος στο άκρο του οποίου προσαρμόζεται η πένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.