κομψεύομαι


κομψεύομαι
Προφορά

Ετυμολογία
κομψεύομαι κομψός

Ερμηνεία
ρήμα κομψεύομαι

✦ προσπαθώ να είμαι ή να φαίνομαι κομψός
✦ μτχ. ενεστ. κομψευόμενος, ο ντυμένος με εξεζητημένη κομψότητα, ο δανδής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.