κομφερανσιέ


κομφερανσιέ
Προφορά

Ετυμολογία
κομφερανσιέ └γαλλ┘ conférencier (=ομιλητής)

Ερμηνεία
κομφερανσιέ

✦ άκλ. ουσ. καλλιτέχνης που παρουσιάζει θεατρικό έργο, βαριετέ κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.