κομπωτής


κομπωτής
Προφορά

Ετυμολογία
κομπωτής κομπώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κομπωτής

✦ απατεώνας, πλανευτής, ξεγελαστής: μην είδατε τον κομπωτή, τον ψεύτη της αγάπης; (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.