κομπρεσέρ


κομπρεσέρ
Προφορά

Ετυμολογία
κομπρεσέρ └γαλλ┘ compresseur

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κομπρεσέρ

✦ όργανο εκσκαφής που λειτουργεί με συμπίεση, συμπιεστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.