κομπρέσα


κομπρέσα
Προφορά

Ετυμολογία
κομπρέσα └ιταλ┘compressa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κομπρέσα

✦ ψυχρό ή θερμό επίθεμα στο δέρμα από γάζα ή ύφασμα βρεγμένο σε νερό ή άλλη ουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.