κολπώνω


κολπώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κολπώνω αρχαία ελληνική κολπόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα κολπώνω

✦ κάνω κάτι ώστε να πάρει σχήμα κόλπου, φουσκώνω, εξογκώνω: ο αέρας κολπώνει τα πανιά του πλοίου· (κ. αμτβ.): κολπώνουν τα πανιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.