κολπορραγία


κολπορραγία
Προφορά

Ετυμολογία
κολπορραγία κόλπος + θ. αορ. ερράγην του ρήγνυμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κολπορραγία

✦ αιμορραγία από τη ρήξη των τοιχωμάτων του κόλπου της γυναίκας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.