κολπικός


κολπικός
Προφορά

Ετυμολογία
κολπικός κόλπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κολπικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον κόλπο της γυναίκας
✦ ο αναφερόμενος στους παραρινικούς κόλπους ή στον κόλπο της καρδιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.