κολπαδόρος


κολπαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
κολπαδόρος κόλπο + κατάλ. -δόρος (

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κολπαδόρος

✦ αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα, κόλπα για να σαγηνεύει ή εξαπατά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.