κολοσκόπηση


κολοσκόπηση
Προφορά

Ετυμολογία
κολοσκόπηση κόλον + σκοπώ• └αγγλ┘colonoscopy

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κολοσκόπηση

(ιατρ.) εξέταση του παχέος εντέρου με εύκαμπτο ενδοσκόπιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.