κολορίστας
Προφορά
Ετυμολογία
κολορίστας └γαλλ┘ coloriste
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κολορίστας
✦ ο ζωγράφος που δίνει έμφαση στη χρήση του χρώματος: ο Τιτσιάνος είναι μεγάλος κολορίστας (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–