κολοβός
Προφορά
Ετυμολογία
κολοβός αρχαία ελληνική κολοβός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κολοβός -ή, -ό
✦ ο κομμένος στην άκρη, στην ουρά
✦ (κατ’ επέκτ.) ακρωτηριασμένος, λειψός
✦ φρ. φίδι κολοβό, άνθρωπος επικίνδυνος για την κακία του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κολοβά (Κ κολοβώς)