κολλώ


κολλώ
Προφορά

Ετυμολογία
κολλώ αρχαία ελληνική κολλῶ

Ερμηνεία
κολλώ

✦ κ. κολνώ, -άς, -ά ρ. (κόλλ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) ενώνω με κολλητική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα
✦ (γεν.) συνενώνω, συνάπτω
✦ προσαρμόζω
✦ πλησιάζω
(μτφ. ) γίνομαι φορτικός για να επιτύχω κάτι, πειράζω, ενοχλώ
(μτφ. ) προσάπτω κάτι το κακό
✦ μεταδίδω αρρώστια
✦ (αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι, προσαρμόζομαι
✦ ενσφηνώνομαι στον νου κάποιου ως έμμονη ιδέα: του κόλλησε πως τον απατά η γυναίκα του
✦ (για αρρώστιες) μεταδίδομαι
✦ φρ. δεν κολλάει, δεν πείθει – τον κόλλησα στον τοίχο, τον αποστόμωσα ή τον εξουδετέρωσα – κόλλησε το μυαλό μου, αδυνατώ να σκεφθώ – κολλώ ρετσινιά, δυσφημίζω κάποιον – στη βράση κολλάει το σίδερο, όταν ενεργεί κάποιος εγκαίρως, επιτυγχάνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.