κολλιτσίδα


κολλιτσίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κολλιτσίδα κολλητίδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κολλιτσίδα

✦ κοινή ονομ. διαφόρων φυτών που οι βλαστοί ή τα σπέρματά τους περιέχουν κολλητική ουσία
(μτφ. ) άνθρωπος φορτικός, ενοχλητικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.