κολλητός
Προφορά
Ετυμολογία
κολλητός αρχαία ελληνική κολλητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κολλητός -ή, -ό
✦ κολλημένος
✦ εφαπτόμενος: ένα διάστημα παίζετε το τέρας, με τα τέσσερα πόδια κολλητά (Κ. Καρυωτάκης)
✦ πολύ κοντινός, συνεχόμενος: το σπίτι της είναι κολλητό στο δικό μου
✦ (μτφ. ) εξαιρετικά αγαπητός, οικείος: κολλητοί φίλοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κολλητά