κολλητικός


κολλητικός
Προφορά

Ετυμολογία
κολλητικός αρχαία ελληνική κολλητικός

Ερμηνεία
κολλητικός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο κατάλληλος για κόλληση: κολλητική ουσία |(ιατρ.) μεταδοτικός: κολλητική αρρώστια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.