κολλαρίζω


κολλαρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κολλαρίζω κόλλα

Ερμηνεία
κολλαρίζω

✦ κ. κολλάρω ρ. (κολλάρ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) διαβρέχω ύφασμα με διάλυση κόλλας, ώστε να σκληρύνει με το σιδέρωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.