κολικός


κολικός
Προφορά

Ετυμολογία
κολικός αρσ. του επιθέτου κολικός• αρχαία ελληνική └ελλ┘ κωλικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κολικός

✦ περιοδικά εμφανιζόμενος οξύς πόνος στο παχύ έντερο ή σε άλλο εσωτερικό όργανο: κολικός του νεφρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.