κολεξιόν


κολεξιόν
Προφορά

Ετυμολογία
κολεξιόν └γαλλ┘ collection (=συλλογή)

Ερμηνεία
κολεξιόν

✦ άκλ. ουσ. σύνολο νέων ρούχων που επιδεικνύονται από το σχεδιαστή ή κατασκευαστή τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.