κολεκτιβιστικός


κολεκτιβιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
κολεκτιβιστικός └γαλλ┘ collectiviste

Ερμηνεία
επίθετο┘ κολεκτιβιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην κολεκτίβα ή τον κολεκτιβισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.