κολίγος


κολίγος
Προφορά

Ετυμολογία
κολίγος μεταγενέστερη ελληνική κολλήγας

Ερμηνεία
κολίγος

✦ ο καλλιεργητής ξένου κτήματος ή βοσκός ξένου κοπαδιού, που μοιράζεται τα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη: ήταν κολίγοι, χωρίς πιθαμή δική τους γη, καμένοι… απ’ τον τσιφλικά μπέη (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (κατ’ επέκτ.) συνεταίρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.