κοκότα


κοκότα
Προφορά

Ετυμολογία
κοκότα └γαλλ┘ cocotte (= πουλάδα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοκότα

(μτφ. ) γυναίκα ελευθερίων ηθών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.