κοκτέιλ


κοκτέιλ
Προφορά

Ετυμολογία
κοκτέιλ └αγγλ┘coctail

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κοκτέιλ

✦ ποτό – μίγμα από διάφορα ποτά
✦ (γεν.) κάθε μίγμα
✦ ημιεπίσημη βραδινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.