κοκορομαχία
Προφορά
Ετυμολογία
κοκορομαχία κόκορας + μάχομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοκορομαχία
✦ αγώνας μεταξύ δύο πετεινών: η κοκορομαχία συνηθίζεται στη Λατινική Αμερική
✦ (μτφ. ) επίδειξη παλικαριάς μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων αντιπάλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–