κοκορέτσι


κοκορέτσι
Προφορά

Ετυμολογία
κοκορέτσι └αλβαν┘ kokoreci

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοκορέτσι

✦ φαγητό από σπλάχνα αρνιού, περιτυλιγμένα με έντερα και ψημένα στη σούβλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.