κοκκινοπρόσωπος


κοκκινοπρόσωπος
Προφορά

Ετυμολογία
κοκκινοπρόσωπος κόκκινος + πρόσωπο

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοκκινοπρόσωπος -η, -ο

✦ ο με κοκκινωπό πρόσωπο: κοκκινοπρόσωπος, με φωτεινά μάτια (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.