κοκκίωμα


κοκκίωμα
Προφορά

Ετυμολογία
κοκκίωμα κοκκίον, υποκοριστικό του κόκκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοκκίωμα

✦ μικροί όγκοι στρογγυλού σχήματος και οποιασδήποτε αιτιολογίας: κοκκίωμα αφροδίσιο (ελκώδης δερματοπάθεια των γεννητικών οργάνων)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.