κοκκίο
Προφορά
Ετυμολογία
κοκκίο μεσαιωνική ελληνική κοκκίον, υποκοριστικό του κόκκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοκκίο
✦ πολύ μικρός κόκκος
✦ (βιολ.) μικροσκοπικά μόρια της ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–