κοιλιοκάκη


κοιλιοκάκη
Προφορά

Ετυμολογία
κοιλιοκάκη απόδοση του └αγγλ┘όρου celiac disease

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοιλιοκάκη

(ιατρ.) χρόνια διαταραχή της θρέψης που παρατηρείται σε μικρά παιδιά εξαιτίας της αδυναμίας των εντέρων τους να απορροφήσουν χρήσιμα συστατικά ιδ. των δημητριακών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.