κοιλιοκάκη
Προφορά
Ετυμολογία
κοιλιοκάκη απόδοση του └αγγλ┘όρου celiac disease
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοιλιοκάκη
✦ (ιατρ.) χρόνια διαταραχή της θρέψης που παρατηρείται σε μικρά παιδιά εξαιτίας της αδυναμίας των εντέρων τους να απορροφήσουν χρήσιμα συστατικά ιδ. των δημητριακών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–