κοιλία


κοιλία
Προφορά

Ετυμολογία
κοιλία αρχαία ελληνική κοιλία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοιλία

✦ ον. που δίνεται σε κοιλότητες του σώματος: κοιλίες της καρδιάς (οι δύο κοιλότητες της καρδιάς στις οποίες συγκεντρώνεται το αίμα προερχόμενο από τους κόλπους)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.