κοιλάρφανος
Προφορά
Ετυμολογία
κοιλάρφανος κοιλιά + ορφανός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοιλάρφανος -η, -ο
✦ ορφανός, όταν ακόμα βρισκόταν στην κοιλιά της μάνας του: παιδί κοιλάρφανο (που ο πατέρας του πέθανε πριν αυτό γεννηθεί)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–