κοίλος
Προφορά
Ετυμολογία
κοίλος αρχαία ελληνική κοῖλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοίλος -η, -ο
✦ εσωτερικά κενός, κούφιος
✦ σκαμμένος προς τα μέσα
✦ ουδ. το κοίλο(ν) ως ουσ., στα αρχαία θέατρα, ο χώρος ο προορισμένος για τους θεατές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κυρτός
Επιρρήματα
–