κνώδαλο


κνώδαλο
Προφορά

Ετυμολογία
κνώδαλο αρχαία ελληνική κνώδαλον (=άγριο, επικίνδυνο ζώο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κνώδαλο

✦ τιποτένιος, ανάξιος άνθρωπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.