κνημιαίος


κνημιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
κνημιαίος αρχαία ελληνική κνημιαῖος και κνημαῖος

Ερμηνεία
κνημιαίος

✦ κ. κνημαίος, -α, -ο επίθ. (Κ -α, -ον) ο αναφερόμενος στην κνήμη, ο της κνήμης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.