κλώνος


κλώνος
Προφορά

Ετυμολογία
κλώνος κλωνί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλώνος

✦ μεγάλο κλαδί: και τ’ ανθουλάκια καρφωμένα στου κλώνου απάνου τη θηλιά (Τέλλος Άγρας)
(βιολ.) (από το αγγλικά clone ✦ (γενετ.) οργανισμός που παρήχθη με τη μέθοδο του κλωνισμού (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.