κλόουν
Προφορά
Ετυμολογία
κλόουν └αγγλ┘clown
Ερμηνεία
κλόουν
✦ άκλ. ουσ. κωμικός τύπος του θεάτρου ποικιλιών, που χαρακτηρίζεται κυρίως για την αδεξιότητά του, παλιάτσος
✦ (μτφ. ) για πρόσωπο φαιδρό, που η συμπεριφορά του προκαλεί ευθυμία και χαρακτηρίζεται από έλλειψη σοβαρότητας: οι κλόουν της πολιτικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–