κλωστοϋφαντικός
Προφορά
Ετυμολογία
κλωστοϋφαντικός κλωστή + υφαντικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλωστοϋφαντικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην τέχνη ή βιομηχανία της κλώσεως και υφάνσεως
✦ θηλ. η κλωστοϋφαντική ως ουσ., βλ. κλωστοϋφαντουργία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–