κλωνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κλωνισμός └αγγλ┘cloning
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κλωνισμός
✦ παραγωγή πανομοιότυπων απογόνων με διχοτόμηση του γονιμοποιημένου ωαρίου
✦ (βιογενετ.) τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρμα, κατά τον οποίο ένας οργανισμός παράγεται γενετικώς πανομοιότυπος με τον γονέα του, με εμφύτευση ενός σωματικού κυττάρου του γονέα σε ωάριο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το υλικό που φέρει τις γενετικές πληροφορίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–