κλωθογυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κλωθογυρίζω κλώθω + γυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κλωθογυρίζω
✦ περιστρέφω κάτι κλώθοντάς το
✦ (αμτβ.) περιστρέφομαι, στριφογυρίζω
✦ φρ. τα κλωθογυρίζω, προσπαθώ να ξεφύγω, αποφεύγω να δώσω διευκρινίσεις, να καθορίσω με σαφήνεια τη θέση μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–