κλουβί
Προφορά
Ετυμολογία
κλουβί μεσαιωνική ελληνική κλουβί(ον)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κλουβί
✦ περίφρακτη (με σύρματα ή σιδερένια ραβδιά) κατασκευή για τον εγκλεισμό πουλιών ή άλλων ζώων: πουλάκιν είχα στο κλουβί και το ‘χα μερωμένο (δημ. τραγ.)
✦ (μτφ. ) για στενό και περιορισμένο χώρο: διαμερίσματα κλουβιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–