κλου


κλου
Προφορά

Ετυμολογία
κλου └γαλλ┘ clou

Ερμηνεία
κλου

✦ άκλ. (για θέαμα) ό,τι εντυπωσιάζει, αυτό που τραβά την προσοχή των θεατών: ένα από τα κλου του φεστιβάλ ήταν δυο μικρά ρομπότ που πρόσφεραν αναψυκτικά στο κοινό – το κλου της βραδιάς ήταν δυο κανταδόροι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.