κλοτσώ


κλοτσώ
Προφορά

Ετυμολογία
κλοτσώ κλότσος

Ερμηνεία
ρήμα κλοτσώ -άς, -ά

✦ χτυπώ με το πόδι, λακτίζω
(μτφ. ) αποδιώχνω, αρνιέμαι, περιφρονώ: τέτοια θέση και να την κλοτσήσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.