κλοσάρ


κλοσάρ
Προφορά

Ετυμολογία
κλοσάρ └γαλλ┘ clochard

Ερμηνεία
κλοσάρ

✦ άκλ. ουσ. (στη Γαλλία) αυτός που ζει χωρίς εργασία και κατοικία, στις μεγάλες πόλεις, επαίτης: πολύ λίγοι θα γίνουν ζάπλουτοι, οι μικρομεσαίοι νεόπτωχοι και οι φτωχοί τουλάχιστον κλοσάρ (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.