κλονισμός


κλονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κλονισμός κλονίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κλονισμός

✦ ταλάντευση
(μτφ. ) καταστρεπτική διατάραξη: ψυχικός κλονισμός – κλονισμός της έγγαμης σχέσεως |(ιατρ.) κ. κλονικός σπασμός, παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη σύσπαση των μυών (όπως στην περίπτωση της εκλαμψίας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.