κλονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κλονίζω μεσαιωνική ελληνική κλονίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κλονίζω
✦ σείω με δύναμη, ταράζω: οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου, χιμάν κι ακέρια με κλονίζουν (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μτφ. ) μεταβάλλω μια κατάσταση στο χειρότερο
✦ (μτφ. ) εμπνέω αμφιβολία
✦ (μέσ.) κλονίζομαι, ταλαντεύομαι, πάω να πέσω· (κ. μτφ.) κυριεύομαι από αμφιβολία: κλονίστηκε η εμπιστοσύνη μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–