κλινικός
Προφορά
Ετυμολογία
κλινικός μεταγενέστερη ελληνική κλινικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλινικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην πρακτική εφαρμογή της ιατρικής σε αρρώστους, που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση πασχόντων και στη θεραπεία των παθήσεων: κλινική ιατρική – κλινικά συμπτώματα-σημεία (αυτά που μπορεί να αντιληφθεί ο γιατρός χωρίς τη βοήθεια εργαστηριακών εξετάσεων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κλινικά κ.κλινικώς, από την άποψη της ιατρικής διδασκαλίας και πρακτικής:ο ασθενής θεωρείται κλινικά νεκρός (απουσιάζει η καρδιακή και αναπνευστική λειτουργία)